- δόξασμα
- τοτο να αποκτήσει κανείς δόξα, ο έπαινος, η τιμή, η αίγλη: Κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι (Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δόξασμα — opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξασμα — το (AM δόξασμα) 1. δοξασία 2. έπαινος, εγκώμιο αρχ. 1. φαντασία 2. δόξα … Dictionary of Greek
δοξασμάτων — δόξασμα opinion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασι — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασιν — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματα — δόξασμα opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματι — δόξασμα opinion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματος — δόξασμα opinion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0935 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. δόξασμα, δόξα, ἕνδοξον, κλέος, εὑκλεία, εὑημερία glorificatio, decus եւն. Փառաւորիլն, եւ ելն. մեծարանք. պատիւ. շուք. պարծանք. փառք. իրք պանծալիք. վայելութիւն, հանդէս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)